Η Βαρβάρα Βουκάκη διαπίστωσε ότι η κόρη της δεν κάηκε. Πέθανε αβοήθητη όπως ισχυρίζεται στην προσπάθειά της να γλιτώσει από την πύρινη λαίλαπα.
Ένα από τα τραγικά πρόσωπα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι είναι η Βαρβάρα Βουκάκη. Εκείνη τη μαύρη Δευτέρα έχασε τα πάντα ..Το σύζυγό της και τα δύο παιδιά της ..Την Εβίτα και τον Ανδρέα.
Ο χρόνος για εκείνη σταμάτησε στις 23 Ιουλίου 2018. Στην κατάθεσή της στον ανακριτή στις 20 Ιανουαρίου 2021 με όσο κουράγιο και αντοχή είχε περιέγραψε λεπτό λεπτό τι έγινε εκείνη την ημέρα. Η ίδια βρισκόταν στη δουλειά της και είχε υποσχεθεί στα παιδιά ότι θα επιστρέψει το απόγευμα προκειμένου να γιορτάσουν τα γενέθλια της Εβίτας,
Μαθαίνει για την πυρκαγιά που ειχε εκδηλωθεί στο Νταού Πεντέλης γύρω στις 17:00 το απόγευμα. Στις 18:00 ο σύζυγός της της ανακοινώνει ότι αποφάσισε να φύγουν από το σπίτι γιατί η φωτιά κατευθύνεται προς τον Βουτζά. Η Βαρβάρα Βουκάκη αποχωρεί από τη δουλειά της για να βρεθεί κοντά τους.
«Γνωρίζοντας αρκετά καλά την περιοχή αποφάσισα να βγω από τη Λ. Μαραθώνος και να κινηθώ προς Αρτέμιδα χρησιμοποιώντας ακόμα και χωματόδρομους έχοντας χάσει εντελώς την ηρεμία μου και βρισκόμενη σε πανικό. Κάποια στιγμή ενώ βρισκόμουν σε κάποια χωράφια με το αυτοκίνητό μου έβλεπα μπροστά μου καπνό και από το σημείο που βρισκόμουν έβλεπα καπνό από τη Ραφήνα. Εκεί, γύρο στις 18.30 περίπου, μίλησα με τον Ανδρέα το γιο μου ο οποίος μου είπε ότι βρίσκονταν στο λιμάνι του Ματιού και οι τρεις, ότι είχε παντού φωτιά, ότι δεν μπορούσαν να σταθούν πουθενά, ότι φεύγουν και πάνε προς Ραφήνα, μου είπε ότι φοβάται πολύ και με παρακάλεσε να μην πάω κοντά τους. Συνέχισα να προσπαθώ να προσεγγίσω κοντά τους και συνάντησα δύο αλλοδαπούς. Τους ζήτησα να μου πουν πως θα φτάσω προς το Μάτι και με έντονο τρόπο μου είπαν ότι είναι πολύ επικίνδυνο και ότι πρέπει να απομακρυνθώ γιατί καίγεται ο τόπος. Στο σημείο αυτό θέλω να πω ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο τον άντρα μου, τα παιδιά μου και φίλους μας για να ενημερωθώ για την πυρκαγιά. Η επιστροφή που είχα από αυτούς ήταν ότι η κατάσταση ήταν τραγική. Στις 18.40 ο σύζυγός μου απάντησε άλλη μια φορά στην κλήση μου και ουρλιάζοντας και σε πλήρη απόγνωση μου φώναξε “που να έρθεις, που να μας βρεις, καιγόμαστε, δεν το καταλαβαίνεις;“. Αυτή ήταν η τελευταία επικοινωνία μας.»
Η Βαρβάρα Βουκάκη αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι τους στο Διόνυσο καθώς είναι αδύνατο να προσεγγίσει. Στην συνέχεια όμως αποφασίζει να επιστρέψει και πάλι, καθώς ενημερώνεται από ένα φίλο τους ότι το σπίτι τους δεν έχει καεί. Όταν φθάνει αρχίζει να ψάχνει την οικογένειά της. Πιστεύει μέσα της ότι είναι ζωντανοί:
«Παντού υπήρχε σκοτάδι και μαυρίλα, όλα καμμένα, δεν ήξερα που βρισκόμουν, δεν αναγνώριζα την περιοχή που έμενα. Η αποκάλυψη του Ιωάννη. Κατάφερα και έφτασα στο σπίτι. Ήταν απόλυτο σκοτάδι, έβλεπα τα σπίτια που είχαν καεί γύρω μου και καταλάβαινα την πορεία της φωτιάς. Συνάντησα τον φίλο μας που με είχε ενημερώσει και με τη βοήθειά του σβήσαμε οι δύο μας τη φωτιά στο σπίτι. Εγώ μέχρι και εκείνη τη στιγμή πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι μου είναι ζωντανοί. Μπήκα στο σπίτι και πήρα δικά τους αγαπημένα πράγματα και ρούχα και ότι θεωρούσα ότι είναι σημαντικό και για τους τρεις. Ήξερα ότι ο Γρηγόρης ήταν μαχητής και θα έκανε τα πάντα για να σώσει τα παιδιά. Ήταν και οι τρεις αθλητές. Έφυγα από το σπίτι με σκοπό να τους αναζητήσω. Ακολούθησα τη διαδρομή που ήξερα ότι έκαναν και έφτασα στο λιμάνι του Ματιού μόνη μου. Προχωρώντας προς Ραφήνα, τη διαδρομή που ήξερα ότι ακολούθησε ο σύζυγος και τα παιδιά μου, διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατον να συνεχίσω γιατί οι δρόμοι ήταν κλειστοί από καμένα αυτοκίνητα. Πήρα κάθετους δρόμους και βγήκα στη διασταύρωση της Ραφήνας που οδηγεί από τη μία στο Κόκκινο Λιμανάκι και από την άλλη προς Ραφήνα. Επέλεξα να γυρίσω πίσω προς Κόκκινο Λιμανάκι. Το σκεπτικό μου ήταν πρώτα να τους αναζητήσω στους κάθετους δρόμους και εν συνεχεία να κατευθυνθώ προς την παραλία. Επίσης ήξερα ότι είχαν χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο. Θεώρησα ότι κάπου θα είχε αφήσειo σύζυγος μου το αυτοκίνητο και εν συνεχεία θα είχε πάρει πορεία προς τη θάλασσα καθόσον στα σημεία αυτά μπορούσε να κατέβει από σκαλοπατάκια στην παραλία. Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να αφήσω το αυτοκίνητο και να συνεχίσω με τα πόδια γιατί παντού υπήρχαν σταματημένα καμένα αυτοκίνητα. Περπατώντας και κατευθυνόμενη προς το Κόκκινο Λιμανάκι είδα το αυτοκίνητο του Γρηγόρη. Ήταν εγκαταλελειμμένο με ανοιχτό το παράθυρο. Ήμουν βέβαιη ότι κάπου εκεί ήταν. Ξεκίνησα να περπατάω φωνάζοντας τα ονόματά τους.»
Ο τραγικός επίλογος
Η μητέρα και σύζυγος αναζητά παντού τα παιδιά της και τον άνδρα της. Οι αρχές της ζητούν φωτογραφίες τους. Μία αξιωματικός του Λιμενικού λίγη ώρα αργότερα την ενημερώνει ότι έχουν ενημέρωση για ένα κοριτσάκι που μοιάζει με την Εβίτα της.
«Ζήτησα να μου δείξουν τη φωτογραφία που είχαν και πράγματι αναγνώρισα την Εβίτα μου. Πάγωσα. Ήξερα ότι το νήμα της ζωής του παιδιού μου είχε κοπεί. Συνέχισα όμως να ελπίζω ότι αυτό δεν θα ισχύει για τον Ανδρέα μου και για το Γρηγόρη. Συνέχισα την αναζήτησή τους στις βάρκες μέχρι που έφτασε και η τελευταία βάρκα. Φυσικά από καμία βάρκα δεν κατέβηκαν ο άντρας μου και ο γιος μου. Δεν ήθελα να εγκαταλείψω την προσπάθεια μου και θύμωσα. Ζήτησα από έναν διασώστη εθελοντή να μου δώσει σωσίβιο και να πάμε μαζί με τη βάρκα του να οργώσουμε κυριολεκτικά τη θάλασσα γιατί ήλπιζα ότι κάπου σε κάποιο βράχο ή μέσα στη θάλασσα θα είναι ο γιος μου και ο άντρας μου. Δεν μου το επέτρεψαν να το κάνω αυτό .Ξέχασα να σας πω ότι κατά το χρόνο της αναζήτησης με ενημέρωσαν ότι έχει καταφτάσει ένα καΐκι από την άλλη πλευρά του λιμανιού που έχει κάποιες σωρούς, μεταξύ αυτών και ενός παιδιού. Μετακινήθηκα προς τα εκεί προκειμένου να αναγνωρίσω αν αυτό το αγοράκι ήταν ο γιος μου. Τελικά δεν ήταν αυτό το παιδάκι. Σε συνέχεια αυτών που σας έλεγα, με ενημέρωσαν ότι υπάρχει ένα οικόπεδο , το λεγόμενο “οικόπεδο του θανάτου” στο οποίο είχαν βρεθεί νεκρά 26 άτομα. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Όταν έφτασα σε εκείνο το σημείο στο οποίο δεν βρισκόταν κανείς, είχα φτάσει πρώτη μαζί με ένα ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, κατάλαβα ότι στο σημείο αυτό θα βρίσκονταν ο σύζυγός μου και ο γιος μου με το δεδομένο ότι λίγο πιο πάνω είχα δει παρατημένο το αυτοκίνητο του συζύγου μου. Δεν με άφηνε κανείς να περάσω. Μετά ήρθε και η αστυνομία. Εγώ ήμουν στη καγκελόπορτα, επέμενα να μπω μέσα λέγοντας μου ότι είναι όλοι καμένοι και υπάρχουν μόνο στάχτες. Εγώ ήμουν σίγουρη ότι εκεί θα αναγνώριζα τον άντρα μου και το παιδί μου. Όταν έφτασε ένα κλιμάκιο διάσωσης αναγκάστηκα να φύγω διότι με έδιωξαν προκειμένου να γίνει περισυλλογή των πτωμάτων. Μας είπαν ότι μετά την περισυλλογή θα τους πάνε στο Σχιστό και στο Γουδί. Έφυγα ενώ είχε πλέον ξημερώσει και πήγα στο σπίτι. Από εκεί κατευθύνθηκα σε πρώτη φάση στο Σχιστό. Εκεί έφτασα πάλι πρώτη και περίμενα να έρθουν οι σάκοι με τους νεκρούς. Ήθελα να βεβαιωθώ με τα ίδια μου τα μάτια ότι οι άνθρωποι μου είναι ανάμεσά τους. Για το λόγο αυτό επέμενα να μπω και να ανοίξω μόνη μου τους σάκους για να δω και να ξέρω τι μου γίνεται. Όταν έμαθα ότι έχει περισυλλεγεί από το οικόπεδο ένας άντρας ο οποίος έφερε ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών μας, εκεί βεβαιώθηκα ότι είναι νεκρός και ο Γρηγόρης. Όταν τον είδα στο νεκροτομείο ήταν καμένος τελείως. Έδωσα dnaκαι μετά από 2 -3 ημέρες ταυτοποιήθηκε με την Εβίτα και το Γρηγόρη. Μέχρι και την τελευταία στιγμή ήλπιζα ότι μπορεί ο Αντρέας να είναι ζωντανός και αγνοούμενος. Δυστυχώς με το δικό μου dna ταυτοποιήθηκε και το δεύτερο παιδί μου ο Αντρέας ο οποίος ήταν πολύ λιγότερο καμένος από τον Γρηγόρη και ήταν με ανοιχτά μάτια.
Το πρόσωπό του ήταν αναγνωρίσιμο – Η Εβίτα έμεινε ζωντανή αρκετή ώρα
Η Βαρβάρα Βουκάκη διαπίστωσε ότι η κόρη της δεν κάηκε. Πέθανε αβοήθητη όπως ισχυρίζεται στην προσπάθειά της να γλιτώσει από την πύρινη λαίλαπα:
«Η Εβίτα στην προσπάθειά της να σωθεί από τη φωτιά που την κυνηγούσε, έτρεξε προς τη θάλασσα προς διαφορετική κατεύθυνση και όταν έφτασε στον γκρεμό επέλεξε να πηδήξει στο κενό από ύψος 20 — 30 μέτρα. Η Εβίτα δεν κάηκε. Η Εβίτα από την πτώση της χτύπησε σε διάφορα σημεία του σώματός της, ωστόσο ήταν ακόμα ζωντανή. Χρειαζόταν άμεσα βοήθεια . Έμεινε ζωντανή αρκετή ώρα. Είμαι βέβαιη ότι εάν είχαν κινητοποιηθεί, ως όφειλαν, άμεσα οι φορείς και κυρίως η πυροσβεστική το παιδάκι μου θα το είχαν εντοπίσει , θα είχε διαμετακομιστεί στο νοσοκομείο και θα είχε την ιατρική φροντίδα που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή προκειμένου να μείνει στη ζωή. Ωστόσο η πυροσβεστική και οι άλλοι φορείς ήταν απόντες. Αυτά τα γνωρίζω με βεβαιότητα και από το γεγονός ότι στο σημείο εκείνο προκειμένου να προστατευθούν από τη φωτιά είχαν καταφύγει 3 άτομα τα οποία την είδαν να πέφτει, ο ένας δε από αυτούς της κρατούσε το χέρι μέχρι που εξέπνευσε.»
Η Βαρβάρα Βουκάκη όπως και όλοι οι συγγενείς των νεκρών από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι ζητούν ένα πράγμα: Δικαίωση.
Σας ευχαριστώ όλους θερμά και σας στέλνω ευχές για όλα τα καλά στη ζωή σας.
Ο Γρηγόρης, η Εβιτα και ο Ανδρέας μου θα πρέπει να είναι υπερήφανοι που είχαν τέτοιους φίλους, όπως είμαι και εγώ που σας έχω……
newpost.gr