Οι θρυλικές “Βεργούλες” έσπασαν τα ταμεία και η επιτυχία του τραγουδιού αποδεικνύεται από το γεγονός πως καθιερώθηκε ως ένα από “στάνταρ” ζεϊμπέκικα στα νυκτερινά μαγαζιά. Έχουν όμως και μια μακάβρια ιστορία…
Το 1940 ο Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφωνεί το υπέροχο απτάλικο: “Τα δυο σου χέρια πήρανε” με συνοδεία του Απόστολου Χατζηχρήστου. Οι στίχοι του έχουν κάτι από τη στιχουργική λογική του δημοτικού μας τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό ανακαλύφθηκε ξανά είκοσι χρόνια αργότερα όταν η Κολούμπια αποφάσισε να ηχογραφήσει ξανά τα τραγούδια του Μάρκου με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και με νέα ενορχήστρωση.
Οι θρυλικές “Βεργούλες” έσπασαν τα ταμεία και η επιτυχία του τραγουδιού αποδεικνύεται από το γεγονός πως καθιερώθηκε ως ένα από “στάνταρ” ζεϊμπέκικα στα νυκτερινά μαγαζιά. Οι “Βεργούλες” όμως έχουν και μια μακάβρια ιστορία στον κόσμο της νύχτας.
Ξημερώματα Κυριακής, 25 Φεβρουαρίου. Στο νυχτερινό κέντρο, “Νεράιδα της Αθήνας” στην Κυψέλη, δύο αδελφοί, σεσημασμένοι κακοποιοί και διαβόητοι «νταήδες», διασκεδάζουν με την παρέα τους. Είναι ο 35χρονος Νίκος Κοεμτζής, «κράχτης» καταστήματος, ο 27χρονος Δημοσθένης, σταυλίτης στον ιππόδρομο, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, ο συνάδελφος του Νίκου, Θωμάς Καραμάνης και τρεις γυναίκες.
«Βαρείς» από τα προβλήματα της ζωής, οι Κοεμτζήδες καταθέτουν στην ορχήστρα «παραγγελιά». Η ορχήστρα ανταποκρίνεται φοβούμενη τα χειρότερα: «Ο Χάρος βγήκε παγανιά». Στην πίστα χορεύουν πέντε-έξι άτομα, μεταξύ των οποίων ο υπενωμοτάρχης Μανόλης Χριστοδουλάκης και ο αστυφύλακας Δημήτρης Πεγιάς.
Ο τραγουδιστής Τάκης Αθανασιάδης προειδοποιεί από το μικρόφωνο, «παραγγελιά», αλλά στην πίστα ανεβαίνει αμέσως ο Δημοσθένης Κοεμτζής. Είναι η παραγγελιά «του» και δεν αντέχει να βλέπει άλλους να τη χορεύουν. Η ορχήστρα βουβαίνεται. Ο Κοεμτζής αρπάζει το μικρόφωνο φωνάζονιας «Δεν ακούτε ρε; Είναι παραγγελιά» και εν ριπή οφθαλμού γρονθοκοπεί έναν από τους χορευτές.
Στην πίστα ανεβαίνει αμέσως ο Νίκος και χωρίς δεύτερη κουβέντα κόβει με το στιλέτο του την καρωτίδα του Χριστοδουλάκη και μαχαιρώνει στην κοιλιά τον Γιάννη Κούρτη, φίλο του Χριστοδουλάκη, και τον Πεγιά. Και οι τρεις πέφτουν νεκροί. Μαχαιρώνοντας αδιακρίτως όποιον βρίσκει μπροστά του, ακόμα και τον Καραμόνη, ο Νίκος Κοεμτζής διαφεύγει συνοδευόμενος από τον αδελφό του… Θα συλληφθούν την επομένη, ύστερα από άγρια συμπλοκή με την αστυνομία.
Στις 11 Νοεμβρίου το λόγο παίρνει η Δικαιοσύνη. Ο Νίκος Κοεμτζής καταδικάζεται τρις εις θάνατον, ο Δημοσθένης σε τριετή φυλάκιση, ενώ ο Καραμάνης αθωώνεται. Η «παραγγελία» περνά στο χώρο του θρύλου…
Έκτοτε οι “Βεργούλες” φέρουν το βαρύ αιματοβαμμένο φορτίο της παραγγελιάς κι ένα δίκιο που δεν μοιράζεται εύκολα ανάμεσα στον δράστη και στα θύματά του.
Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε
Με κάψαν τα φρυδάκια σου
και τα γλυκά ματάκια σου
Έλα μαζί μικρούλα μου
να γειανεις την καρδούλα μου
Παλάτια θα σου χτίσω εγώ
να σ’ έχω μέσα Μαριγώ
(Στη δεύτερη εκτέλεση οι στίχοι είναι:
Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε
και τη χαρά μου πήρανε
Τα χέρια σου με κάψανε
που άλλον αγκαλιάσανε
και δε με λογαριάσανε
Μ’ αυτά τα χέρια σου τα δυο
σκάψε τη γης βαθιά να μπω
να μη σε βλέπω και πονώ)
dinfo.gr