“Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι.”
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν από τη Σύρο. Στην αυτοβιογραφία του που επιμελήθηκε η Αγγελική Βέλλου – Κάιλ παίρνουμε μια γεύση πώς οι παιδικές εικόνες από τις συριανές εξοχές, ενέπνευσαν τον δημιουργό για το εν λόγω τραγούδι.
Οχτώ περιοχές του νησιού το Πατέλι, ο Φοίνικας, το Πισκοπιό (Επισκοπείο), η Παρακοπή, ο Γαλησσάς, η Ντελαγκράτσια (Ποσειδωνία), το Νιχώρι και η Αληθινή.
Αφορμή, όπως λέει ο ίδιος, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα πελάτισσα του μαγαζιού με υπέροχα μαύρα μάτια.
Ο ίδιος ο Μάρκος έχει πει:
«To 1937 κατέβηκα στη Σύρο να παίξω σ’ ένα μαγαζί στην παραλία. Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες.
Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα.
Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν…
Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μου΄χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Η «Φραγκοσυριανή» βέβαια μοιάζει να γνώρισε δύο ζωές: Μια αρχικά όταν γράφτηκε, που έκανε μεγάλη επιτυχία, και μια δεύτερη στην πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου, στην δεκαετία του ’60, όταν κατόπιν πρωτοβουλίας του Βασίλη Τσιτσάνη την επανεκτέλεσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε ενορχήστρωση του τρικαλινού δημιουργού και με μπουζούκια τον Στέλιο Μακρυδάκη και τον Γιάννη Καραμπεσίνη, το 1961. Τότε ήταν που γνώρισε και τη μεγάλη επιτυχία.
filoitexnisfilosofias.com