Πολλά είναι τα θαύματα των αγίων που έχουν καταγραφεί με κάποια να μας κάνουν να ανατριχιάζουμε από δέος και πίστη.
Σ’ όλους έκανε μεγάλη εντύπωση το ολοφώτεινο και κατάλευκο πρόσωπό της, καθώς και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της. Απορούσαν, λοιπόν, ποια να ήταν η άγνωστη αυτή γυναίκα. Την προσπέρασαν, όμως, χωρίς να τής ομιλήσουν.
Μετά από μία ώρα περίπου, καθώς επέστρεφαν, ξανασυνάντησαν την παράδοξη αυτή ύπαρξη να βηματίζει με απαράλλακτο τρόπο, στο ίδιο σημείο. Απόρησαν οι αδελφές και ερώτησαν:
– Παππού, τι παράξενο πράγμα! Τι κάνει αυτή η γυναίκα τόση ώρα μόνη της εδώ; Δεν φαίνεται να μαζεύει χόρτα.
– Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι, απήντησε με απλότητα ο Παππούς.
Την ίδια στιγμή γύρισε η γυναίκα και κοίταξε πάλι κατάματα τον Γέροντα, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση, όμως, αυτή την φορά.
Η συνέχεια του θαύματος με την Αγία Παρασκευή
– Παππού, σταθείτε να ρωτήσαμε ποια είναι, επέμεναν οι αδελφές.
Αλλά εκείνος, χωρίς να σταματήσει να οδηγεί, επανέλαβε τους λόγους:
– Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι, ξαφνικά!
Τότε οι αδελφές άρχισαν να σκέπτονται μήπως η εμφάνεια ήταν υπερφυσική και λυπήθηκαν πού δεν σταμάτησαν, για να διερευνήσουν την ασυνήθη αυτήν παρουσία.
Μετά από μερικές ημέρες, στο τέλος τής Θείας Λειτουργίας τού Μ. Σαββάτου, η αδελφή Θ. βλέπει την παράξενη εκείνη γυναίκα, με την ίδια ενδυμασία, ανάμεσα στο εκκλησίασμα να πηγαίνει να πάρει αντίδωρο από τον Παππού.
Κατάπληκτη σκέφθηκε με χαρά: «Τώρα δεν μού γλυτώνεις. Θα σε ρωτήσω ποια είσαι». Και έσπευσε να την προλάβει.
Μόλις, όμως, την πλησίασε, την έχασε από τα μάτια της. Την αναζήτησε μέσα και έξω από τον Ναό, αλλά είχε γίνει άφαντη! Ήταν βέβαιο, πλέον, ότι η παρουσία της ήταν υπερφυής.
Άλλωστε και ο Παππούς ομολόγησε ότι η θέα και το βλέμμα της είχαν αφήσει στην ψυχή του μία Θεία αγαλλίαση και την πληροφορία ότι ήταν η αγία Παρασκευή.
Παρ’ όλα αυτά, επί αρκετό καιρό, απέφευγε να αποδεχτεί το γεγονός ως εμφάνεια τής Αγίας Παρασκευής, φοβούμενος την πλάνη.
Γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι επρόκειτο για μία συνήθη γυναίκα, η οποία πιθανώς να μάζευε χόρτα. Άλλωστε ο Παππούς δεν δεχόταν αβασάνιστα όλα τα υπερφυσικά γεγονότα ως Θεία.
Για πολύ καιρό, λοιπόν, απωθούσε την πνευματική γλυκύτητα πού ένιωθε στην ανάμνηση εκείνης τής συναντήσεως, περιφρουρώντας έτσι τον εαυτό του. η ψυχή του δεν αναπαυόταν με αυτό την αρνητική στάση του και τελικά -όπως έλεγε ο ίδιος- έχασε την ειρήνη στην προσευχή. Τότε κατάλαβε ότι ήταν λάθος του να μη δέχεται την ευλογία τού Θεού.
Αργότερα διαβεβαίωνε: «Όσο σκέπτομαι την ματιά τής Αγίας Παρασκευής τόσο αισθάνομαι ένα ποταμό Χάριτος μέσα μου…
athensmagazine.gr