Μέχρι τα 18 της δεν είχε φάει κρέας, δεν είχε φορέσει φουστάνι και δεν ήξερε πως γεννιέται ένα μωρό. Ο λόγος για την Άννα Ρ. που κλείστηκε σε μοναστήρι από 13 μηνών, μετά από απόφαση των γονιών της.
Μετά από δύο απόπειρες αυτοκτονίας και δεκάδες αποτυχημένες προσπάθειες απόδρασης, κατάφερε να δραπετεύσει με τη βοήθεια δύο γιατρών από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Η υπόθεση έφτασε στον Εισαγγελέα, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη για παράνομη κατακράτηση κατά των υπευθύνων της Μονής Χρυσοβαλάντου και των γονέων της κοπέλας.
“Τα ράσα τα πέταξα. Δεν θα τα ξαναφορέσω”
Η Άννα Ρ. γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1966 στη Γερμανία από τους τότε μετανάστες Κωνσταντίνο και Κοραλία, που αργότερα έγιναν μοναχοί και χώρισαν για πάντα. Ο πατέρας μόνασε στο Άγιο Όρος και η μητέρα της με την Άννα και την δίχρονη αδερφή της έφυγαν για τη Μονή Χρυσοβαλάντου. Εκεί έζησε όλη την παιδική της ηλικία μέχρι τα δεκαοκτώ.
Είχε αποπειραθεί δεκάδες φορές να δραπετεύσει, αλλά πάντοτε γινόταν αντιληπτή από τους φύλακες. Στις 9 Φεβρουαρίου 1983 βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, γιατί υπέφερε από ουρολοίμωξη. Απελπισμένη ζήτησε τη βοήθεια των γιατρών.
Τους εξήγησε εκτενώς την κατάσταση και εκείνοι δέχτηκαν να την βοηθήσουν. Αφού έγραψε μια δήλωση για τις συνθήκες διαβίωσής της στο μοναστήρι και βεβαίωσε δια της υπογραφής της ότι δεν επιθυμεί ούτε την επιστροφή της στη Μονή, ούτε την επικοινωνία με τους γονείς της, οι γιατροί της ουρολογικής κλινικής κατήγγειλαν το περιστατικό στον Εισαγγελέα.
Όταν το γεγονός έφτασε στον Τύπο, η ίδια ανακουφισμένη δήλωσε στους δημοσιογράφους “Επιτέλους γλίτωσα. Τα ράσα τα πέταξα. Δεν θα τα ξαναφορέσω. Από δω και μπρος αρχίζει η ζωή”.
Η “αβάσταχτη” μοναστική ζωή
“Μέσα στο μοναστήρι η ζωή ήταν αβάσταχτη“, δήλωσε η ενήλικη πλέον Άννα στον τύπο της εποχής, ενώ περιέγραψε εκτενώς τη μοναστική ζωή. “Ξυπνάγαμε τα μεσάνυχτα για προσευχή και διάβασμα μέχρι τις 6 το χάραμα. Από τις 6 μέχρι τις 8 ύπνο. Από τις 8 μέχρι τις 12 δουλειά, άλλοτε στα ζώα στον σταύλο και άλλοτε στο γραφείο. Στις 12 φαγητό. Από τις 12 μέχρι τις 4 δουλειά“.
Οι εφημερίδες, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα περιοδικά, το μπάνιο, ο καθρέφτης ήταν άγνωστες λέξεις για την Άννα μέχρι την ενηλικίωσή της. Αποκομμένη από τον έξω κόσμο δεν είχε φορέσει ποτέ της φουστάνι, δεν είχε γευτεί ποτέ κρέας, ούτε γνώριζε την όψη της.
“Όταν ρωτούσα κάτι ξεχωριστό έτρωγα ξύλο. Φορούσαμε παντελόνια με κορδόνια πάνω και κάτω. Τώρα θα ντυθώ σαν γυναίκα” δήλωσε σε συνέντευξή της.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που προσπάθησε να δραπετεύσει από το μοναστήρι-φυλακή. Ωστόσο, ήταν όλες αποτυχημένες. “Θυμάμαι ότι κάθε φορά που πήδαγα τα κολωνάκια για να φύγω με πιάνανε οι αδερφές και μου μιλάγανε σαν τις χειρότερες αλήτισσες του δρόμου. Π#&τάνα με ανέβαζαν, π#&ουτάνα με κατέβαζαν”.
Η Άννα δύο φορές αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Την πρώτη φορά πίνοντας άφθονη ποσότητα ξυδιού, με αποτέλεσμα να πάθει διάτρηση στομάχου και τη δεύτερη καταπίνοντας δεκάδες ασπιρίνες. Τίποτα δεν έδειξε να συγκινεί την μοναστική κοινότητα. “Δεν ήθελαν να ακούσουν ούτε κουβέντα”.
Το όνειρό της ήταν να γίνει γιατρός. Ωστόσο, η μόρφωση εντός της μονής ήταν αρκετά περιορισμένη. “Έφεραν μια δασκάλα και τελείωσα το δημοτικό. Ήθελα να συνεχίσω όμως, να πάω γυμνάσιο και να σπουδάσω ιατρική. Δεν με άφηναν”, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Εκτός, όμως, από την Ιατρική, η Άννα δήλωσε από τον θάλαμο του νοσοκομείου ότι “θέλει κι έναν άντρα”. Στο μοναστήρι ένιωθε ντροπή όταν εκδήλωνε το ενδιαφέρον της για το αντρικό φύλο. Κάθε αντίστοιχη διάθεση καταστελλόταν. Άλλοτε με νουθεσίες και άλλοτε με ξύλο.
“Μου έλεγαν πως έχω υστερία με τους άντρες. Στο μοναστήρι δίδασκαν ότι μόνο να κοιτάξεις άντρα ξεπαρθενεύεσαι. Εγώ όμως πρόσεξα ότι όταν ο ταύρος κοίταζε τη γελάδα δεν ξεπαρθενευόταν. Έτσι έμαθα πως γεννιέται ένα μικρό και πως έχω και γω πατέρα. Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι γεννήθηκα και βρέθηκα από μόνη μου στην Άγια Τράπεζα”.
Οι γονείς της
Η ίδια για αρκετά χρόνια δεν γνώριζε ποια είναι η μητέρα της παρ’ όλο που ζούσαν στο ίδιο μοναστήρι, ενώ τον πατέρα της τον γνώρισε αφού απέδρασε. Σε ηλικία δέκα ετών έμαθε για τη μητέρα της από μία μοναχή. Μια μέρα βρήκε το θάρρος, την άρπαξε από το χέρι, καθώς περνούσε από μπροστά της και τη ρώτησε “γιατί μου κρύβεσαι αφού είσαι μάνα μου;“.
Η επίμονη της δεκάχρονης μοναχής δεν της άφησε και πολλά περιθώρια, ώσπου αναγκάστηκε να το παραδεχτεί.
Τον πατέρα της τον γνώρισε για πρώτη φορά λίγες μέρες μετά την απόδρασή της. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Γενικό Κρατικό, ο πάτερ Διονύσιος πλέον την επισκέφτηκε. “Είμαι ο πατέρας σου”, της είπε λακωνικά. “Σήκω, πάμε να φύγουμε, μη γίνουμε ρεζίλι”.
Η Άννα Ρ. δεν υπάκουσε στις εντολές του. Πλέον είχε βρει το ψυχικό σθένος και πιο αποφασισμένη από ποτέ του ανακοίνωσε την επιστροφή της στα εγκόσμια. Οι γονείς της επέστρεψαν στη μοναστική ζωή και η Άννα μεταφέρθηκε ως οικότροφος στο Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας.
mixanitouxronou.gr