Μία ζεστή μέρα του Αυγούστου, αποφασίσαμε με την παρέα μου να πάμε για κατασκήνωση στο βουνό, καθώς μας γοητεύει ιδιαίτερα η φύση και μας αρέσει η περιπέτεια. Έτσι λοιπόν, ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί και αφού ετοιμάσαμε φαγητό, νερό και ό,τι άλλο χρειαζόμασταν για να πάρουμε μαζί μας, πήγαμε στην πλατεία του χωριού όπου εκεί μας περίμενε ο Γιώργος με το αυτοκίνητό του για να αναχωρήσουμε όλοι μαζί. Ήμασταν τόσο ενθουσιασμένοι που θα πηγαίναμε για κατασκήνωση, ήταν η πρώτη φορά που θα κάναμε κάτι τέτοιο, εκτός βέβαια από τον Αλέξανδρο ο οποίος είχε ξαναπάει με τους γονείς του στο παρελθόν και γνώριζε αρκετά πράγματα για την επιβίωση στην φύση. Όσο λοιπόν ανεβαίναμε το βουνό, το τοπίο γινόταν ολοένα και πιο μαγευτικό. Ξεδιπλωνόταν μπροστά μας το μεγαλείο της φύσης και η θέα… πραγματικά έκοβε την ανάσα!
Μετά από περίπου μίας ώρας διαδρομή, ο δρόμος άρχισε να γίνεται δύσβατος με αποτέλεσμα να είναι πλέον επικίνδυνο να συνεχίσουμε με το αυτοκίνητο. Έτσι σταματήσαμε, πήραμε τα πράγματά μας και συνεχίσαμε με τα πόδια. Το τοπίο ήταν μαγευτικό! Δέντρα ξεπρόβαλαν μπροστά μας, φαράγγια με απίστευτη ομορφιά και κάπου μέσα στο δάσος, ακούγαμε τον ήχο ενός ποταμιού που κυλούσε. Αμέσως κατευθυνθήκαμε προς τον ήχο του νερού, με πολύ ανυπομονησία. Μόλις φτάσαμε, αντικρίσαμε ένα ποτάμι, που έρεε γάργαρο και καταγάλανο νερό, όπου πάνω του καθρεφτίζονταν ο ήλιος που ήταν τόσο φωτεινός και λαμπερός. Τριγύρω του, απλωνόταν ένα καταπράσινο δάσος με πανέμορφα δέντρα και φυτά, όπου τα πουλάκια κελαηδούσαν ρυθμικά, κάνοντας το όλο σκηνικό να μοιάζει λες και ήταν βγαλμένο από παραμύθι. «Είναι το τέλειο μέρος για να κατασκηνώσουμε», καταλήξαμε. Στήσαμε την σκηνή, και αφού βολέψαμε τα πράγματά μας, πήγαμε για να εξερευνήσουμε την περιοχή. Πήραμε ένα μονοπάτι που οδηγούσε μέσα στην καρδιά του δάσους. Παράλληλα προσπαθούσαμε να βάζουμε σημάδια, όπως μας συμβούλεψε ο Αλέξανδρος, προκειμένου να μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο για την επιστροφή. Καθώς περπατούσαμε, κοιτούσαμε τριγύρω και βλέπαμε το μεγαλείο της φύσης να δημιουργεί. Υπήρχε τόση ηρεμία που το μόνο που ακούγαμε ήταν τα πουλιά και το απαλό αεράκι που φυσούσε και κούναγε τα φύλλα των δέντρων.
Κάποια στιγμή καθώς περπατούσαμε και είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από το ποτάμι, αντικρίσαμε στο βάθος μία καλύβα που φαινόταν εγκαταλελειμμένη. Όλο περιέργεια, πλησιάσαμε κοντά για να την εξερευνήσουμε. Εκείνη την ώρα είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ο ουρανός είχε γίνει πορτοκαλοκόκκινος, κάνοντας το σκηνικό λίγο τρομακτικό. Ξαφνικά από το πουθενά, ακούσαμε μία δυνατή κραυγή πόνου μέσα από την καλύβα. Τρομοκρατημένοι, τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε πίσω στο μέρος όπου είχαμε κατασκηνώσει, καθώς είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήμασταν όλοι αναστατωμένοι από αυτό το περιστατικό. Αποφασίσαμε να ανάψουμε μία φωτιά, για να μαγειρέψουμε το βραδινό μας και να μας παίξει κιθάρα ο Ιάσωνας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί για να ξεχαστούμε και να διασκεδάσουμε, πιστεύοντας πως μπορεί να μην ήταν κάτι ανησυχητικό. Έτσι λοιπόν, τα αγόρια πήγαν να μαζέψουν ξύλα για την φωτιά και τα κορίτσια μείναμε για να προετοιμάσουμε το φαγητό. Μετά από λίγη ώρα, τα αγόρια επέστρεψαν και μας είπαν ότι είδαν έναν περίεργο άνδρα να σκάβει στο έδαφος, σαν να έθαβε κάτι, με ένα άγριο και σκοτεινό βλέμμα στο πρόσωπο που τους φόβισε και απομακρύνθηκαν γρήγορα χωρίς να τους δει. Μας τρομοκράτησε ιδιαίτερα αυτό το γεγονός και σε συνδυασμό με την περίεργη κραυγή στην καλύβα νωρίτερα, αποφασίσαμε πως θα ήταν καλύτερα να φύγουμε την άλλη μέρα το πρωί, με τον φόβο μην μας συμβεί τίποτα κακό.
Η ώρα ήταν πλέον αργά και πήγαμε να κοιμηθούμε στην σκηνή. Κάποια στιγμή, γύρω στις 2 το βράδυ, ξύπνησα για να πιώ λίγο νερό. Το θερμός που είχαμε το νερό είχε αδειάσει κι έτσι θα έπρεπε να βγω από την σκηνή και να πάω να το γεμίσω από το ποτάμι. Μόλις έσκυψα για να το γεμίσω, άκουσα βήματα από πίσω μου και κάποιον να έρχεται προς το μέρος μου. Μόλις πήγα να γυρίσω, δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι που με έκανε να λιποθυμήσω και να χάσω τις αισθήσεις μου. Η Μαργαρίτα, η κολλητή μου, ξύπνησε από τον θόρυβο και σηκώθηκε για να δει τι έγινε. Αντίκρισε έναν ψηλό άντρα να τρέχει προς το δάσος κρατώντας το λιπόθυμο σώμα μου στους ώμους του. Αμέσως ξύπνησε τα υπόλοιπα παιδιά και τους είπε τι είδε. Πανικοβλήθηκαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Η Κατερίνα, που ήταν η πιο ψύχραιμη και θαρραλέα της παρέας, πρότεινε να πάνε στην μυστηριώδη καλύβα του δάσους, καθώς πίστευε ότι εκεί πιθανότατα θα με είχε μεταφέρει ο άντρας και πραγματικά είχε δίκιο. Τα παιδία μάζεψαν ό,τι κουράγιο τους είχε απομείνει, πήραν μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησαν για να με βρουν.
Μετά από κάποια ώρα άνοιξα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ. Κάποιος με είχε δέσει μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μία απαίσια μυρωδιά τριγύρω, που μύριζε σαν αίμα. Όντως υπήρχε αίμα. Προσπάθησα να λυθώ όμως τα σχοινιά ήταν πολύ σφιχτά δεμένα. Άρχιζα να φωνάζω απεγνωσμένα καλώντας σε βοήθεια, μα ήταν μάταιο. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας άντρας. Τότε μου είπε:
«Μην φωνάζεις, είναι ανώφελο. Δεν πρόκειται να σε ακούσει κανένας».
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις από εμένα;» του αποκρίθηκα.
Δεν μου απάντησε, μόνο γέλασε με ένα περίεργο γέλιο και με κοίταξε με ένα δολοφονικό βλέμμα, σαν να ήθελε να μου κάνει κακό κι έφυγε από το δωμάτιο. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που κόντευε να σπάσει από τον φόβο. Τότε θυμήθηκα κάτι που είχα ακούσει στην τηλεόραση πριν μία βδομάδα, σχετικά με την εξαφάνιση πέντε κοριτσιών. Σε συνδυασμό αυτού λοιπόν, το περιστατικό με τον περίεργο άντρα στο δάσος με τα ματωμένα ρούχα να σκάβει στο χώμα και του αίματος που υπήρχε στο δωμάτιο, πανικοβλήθηκα. Σκέφτηκα ότι ίσως να είχε φτάσει το τέλος μου και πως δεν πρόκειται να με έβρισκε κανένας μέσα στην ερημιά. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα και της μητέρας μου, που μου είχαν πει κάποτε: «Σε όποια δυσκολία και αν βρεθείς, ποτέ μην χάσεις το θάρρος σου και να παλέψεις για την ζωή σου». Ξαφνικά ένιωσα τόση δύναμη μέσα μου και είπα στον εαυτό μου, πως τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Άρχισα να κοιτάω τριγύρω για κάτι που θα με βοηθούσε να λύσω τα σχοινιά και να καταφέρω να δραπετεύσω. Δεν υπήρχε τίποτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Δεν έχασα το θάρρος μου όμως και προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα κάτι στις τσέπες μου που θα βοηθούσε. Για καλή μου τύχη, επειδή βρισκόμασταν στην εξοχή, πάντα κουβαλούσα μαζί μου ένα μικρό σουγιαδάκι που μου είχε χαρίσει το αγόρι μου, ο Αλέξανδρος. Με το δεξί μου χέρι που ήταν κοντά στο παντελόνι μου, το τέντωσα για να φτάσω το σουγιαδάκι. Η τύχη ήταν προς το μέρος μου. Κατάφερα να το πάρω και αμέσως άρχισα να παλεύω με νύχια και με δόντια για να κόψω το σχοινί.
Εντωμεταξύ τα παιδιά είχαν φτάσει στην καλύβα. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μεγάλο και χοντρό ξύλο που βρήκε στο δάσος και με αποφασιστικότητα προσέγγισε με προσοχή την καλύβα. Είδε κοντά στην πόρτα, να είναι πεσμένο το βραχιόλι που φορούσα και τότε κατάλαβε πως σίγουρα βρισκόμουν εκεί μέσα και κινδύνευα. Άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά και δεν είδε κανέναν. Προχώρησε στο εσωτερικό και άκουσε μία κραυγή από το κάτω μέρος. Προχώρησε και βρήκε μία πόρτα που οδηγούσε κάτω από την καλύβα. Έτρεξε προς τα κάτω, χωρίς να σκεφτεί τίποτα. Είδε φως σε ένα δωμάτιο και την σκιά ενός μεγαλόσωμου ανθρώπου. Προσέγγισε με προσοχή και αντίκρισε τον άντρα που είχε δει στο δάσος, να κρατάει ένα τσεκούρι στο χέρι και να είναι έτοιμος να με χτυπήσει. Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε από πίσω του και τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και εκείνος έπεσε κάτω. Ένιωσα τόσο μεγάλη ανακούφιση που τον είδα. Με πήρε αγκαλιά και τρέξαμε γρήγορα να φύγουμε από εκεί. Τα υπόλοιπα παιδιά μόλις με είδαν χάρηκαν και τρέξαμε όλοι μαζί όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε στο αυτοκίνητο.
Μόλις φτάσαμε στο χωριό, πήγαμε αμέσως στην αστυνομία και τους είπαμε τι είχε συμβεί. Μας είπαν ότι αυτός ο άντρας καταζητούνταν και πιθανότατα να ήταν υπεύθυνος για την εξαφάνιση των κοριτσιών. Αμέσως, κάλεσαν ενισχύσεις και πήγαν πάνω στο βουνό για να τον πιάσουν.
Το σοκ που είχα δεχτεί ήταν μεγάλο. Με πήγαν στο νοσοκομείο γιατί είχα κάποια τραύματα και μία πληγή στο κεφάλι μου από το χτύπημα που είχα δεχτεί κι έπρεπε να εκτιμηθεί η κατάστασή μου. Συλλογίστηκα τι είχε συμβεί και με πήρανε τα κλάματα γιατί συνειδητοποίησα πως αν αργούσε έστω κι ένα λεπτό ο Αλέξανδρος τώρα θα ήμουν νεκρή! Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθαν οι γονείς μου στο νοσοκομείο για να με δουν γιατί είχαν τρομοκρατηθεί τόσο πολύ με αυτό που έμαθαν. Η μητέρα μου με αγκάλιασε και εκείνη την ώρα ένιωσα τεράστια ασφάλεια. Ακούσαμε στις ειδήσεις πως η αστυνομία συνέλαβε έναν κατά συρροή δολοφόνο σε μία καλύβα στο βουνό και πως ομολόγησε τις δολοφονίες των πέντε κοριτσιών που αγνοούνταν. Οι φίλοι μου ήρθαν στο δωμάτιό μου για να δουν πώς είμαι και να μου πουν για την σύλληψη του μυστηριώδη άντρα.
Μετά από αυτή την τρομακτική εμπειρία που είχαμε, αποφασίσαμε να μην ξανά πάμε ποτέ για κατασκήνωση στο βουνό.
πηγη: thebluez.gr