Πολλοί τη γνώρισαν ως γυναίκα του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Όμως, η γνωστή ηθοποιός ήταν πολλά περισσότερα. Η ίδια ήταν ηθοποιός του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. Ενός κινηματογράφου, ο οποίος αναγεννήθηκε στα χρόνια της Κατοχής. Ποια ήταν η Καίτη Πάνου και τι πέτυχε; Αναλυτικά, όλα όσα πρέπει να γνωρίζεται για τη σημαντική Ελληνίδα ηθοποιό:
Τα πρώτα χρόνια
Η Καίτη Πάνου γεννιέται το 1927 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, η οικογένεια μετακομίζει ωστόσο σύντομα στην Αθήνα. Εκεί θα ξεχωρίσει αμέσως για το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο, παίρνοντας μέρος σε σχολικές παραστάσεις. Αλλά και σε κανονικές παραστάσεις του παιδικού θεάτρου, όντας παιδί-θαύμα της υποκριτικής!
Το θεατρικό σανίδι το πάτησε λοιπόν από πολύ τρυφερή ηλικία, με την καθοδήγηση της Αντιγόνης Μεταξά, και ήταν πλέον μόνιμο μέλος των θιάσων του παιδικού θεάτρου. Κι έτσι ήταν απόλυτα φυσικό να της έρθει στο Γυμνάσιο η πρόταση για να μεταπηδήσει στον κινηματογράφο!
Είμαστε στα 1943 όταν η 16χρονη Καίτη προσλαμβάνεται στο καστ της «Φωνής της καρδιάς», της πρώτης ταινίας της νεοσύστατης Φίνος Φιλμ. Στην οποία θα παίξει δίπλα στον μελλοντικό της παρτενέρ, έναν νεαρότατο τότε Λάμπρο Κωνσταντάρα! Ο Δημήτρης Ιωαννόπουλος είχε υπογράψει σενάριο και σκηνοθεσία φέρνοντας αντιμέτωπους έναν φτωχό εργάτη με την οικονομικά και κοινωνικά πανίσχυρη οικογένεια της γυναίκας του.
Ο κυρ-Σπύρος, που ενσαρκώνει αριστουργηματικά ο μεγάλος Βεάκης, μετατράπηκε σε αλληγορία της υπόδουλης Ελλάδας, η οποία υπέμενε προσωρινά μόνο την καταδυνάστευση των ισχυρών, και οι ηθοποιοί που πήραν μέρος έγιναν αστέρες σε μια στιγμή. Η ταινία προβαλλόταν επί τρεις εβδομάδες σε τρεις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας προκαλώντας τέτοιον πανζουρλισμό έξω από τα σινεμά που ενόχλησε ακόμα και τον ναζί κατακτητή!
Η Καίτη Πάνου ξεπηδά από τη «Φωνή της καρδιάς» ως η νέα ενζενί του ομιλούντος ελληνικού κινηματογράφου που αναγεννιέται μαγικά. Όντας μεγάλο υποκριτικό φιντάνι, σπουδάζει υποκριτική στη Σχολή Ηθοποιών Κινηματογράφου του Γιώργου Θεοδοσιάδη αλλά και κλασικό μπαλέτο. Μπαλαρίνα δεν θα γινόταν βέβαια, καθώς μέχρι τότε την είχε κερδίσει ολότελα η ηθοποιία…
Η καριέρα της
Πολύ πριν ανέβει επαγγελματικά στο θέατρο το 1962 με τον θίασο του Μίμη Φωτόπουλου στο «Έξω οι κλέφτες» (παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη), η Καίτη θα έχει ήδη στο ενεργητικό της καμιά δεκαριά ταινίες, πάντα ως νεαρή πρωταγωνίστρια! Ξεχωρίζουν τα ιστορικά από κάθε άποψη φιλμ «Η βίλα με τα νούφαρα» (1945), «Άννα Ροδίτη» (1948), «Εκατό χιλιάδες λίρες» (1948), «Ο δρόμος με τις ακακίες» (1954), «Ένας Δον Ζουάν για κλάματα» (1960), «Η κυρία του κυρίου» (1962) και «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962). Η Καίτη παντρεύτηκε το 1954, κάτι που ανέκοψε την κινηματογραφική ορμή που είχε πάρει.
Κι έτσι «εξαφανίστηκε» για έξι χρόνια, μέχρι το 1960 όλα αυτά και τον «Δον Ζουάν για κλάματα» του Κωνσταντάρα, όταν θα βρει τον μόνιμο κινηματογραφικό παρτενέρ της. Η νέα και ολότελα επιτυχημένη δεύτερη αυτή καριέρα της θα έχει τώρα και πολύ θέατρο.
Στο οποίο καθιερώθηκε αμέσως και συνεργάστηκε τελικά με όλους τους θιάσους και τους γνωστότερους πρωταγωνιστές. Ξεχωριστή θα είναι η πορεία της δίπλα στον μεγάλο Κωνσταντάρα, με τον οποίο έπαιξαν μαζί και πολύ θέατρο, την ίδια ώρα που συνεργάστηκε επί σειρά ετών με τους θιάσους Αναλυτή-Ρηγόπουλου, Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ και Γιούλη-Πάντζα.
Από το σανίδι θα κατέβει τη θεατρική σεζόν 1997-1998, έχοντας πάρει μέρος στις «Επικίνδυνες σχέσεις» την περίοδο 1996-1997 (θίασος Καζάκου-Τζώρτζογλου) και ολοκληρώνοντας την 35χρονη πορεία της με το «Κλουβί με τις τρελές» που ανέβασε ο Σωτήρης Μουστάκας εκείνη τη χρονιά.
Εμπορικό σινεμά
Η μεγάλη κυρία του θεάτρου τυποποιήθηκε κι αυτή στο εμπορικό μας σινεμά σε ρόλους (μεγαλο-)αστής συζύγου και μάνας. Από τις τριάντα και πλέον ταινίες που την περιλαμβάνουν στους τίτλους τους ξεχωρίζουν τα φιλμ «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Ευχή και κατάρα» (1964), «Κλαίω και σ’ αναζητώ» (1965), «Η Ελλάς χωρίς ερείπια» (1966), «Η κόρη της Πενταγιώτισσας» (1967), «Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα» (1968), «Κακός, ψυχρός κι ανάποδος» (1969), «Πρόκλησις» (1971), «Συμμορία εραστών» (1972), αλλά και οι συνεργασίες της με τον Κωνσταντάρα φυσικά «Ο Ρωμηός έχει φιλότιμο» (1968), «Ο τρελός τα ‘χει 400» (1968), «Ο μπλοφατζής» (1969), «Ο τρελοπενηντάρης» (1971), «Ο φαφλατάς» (1971), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972) κ.λπ.
Την Καίτη Πάνου θα την ξαναδούμε το 1984 στον «Αδέξιο εραστή» (με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Γιώργο Σίσκο). Επίσης, σε δύο βιντεοκασέτες της περιόδου, τη «Βασίλισσα της Ρέγγας» (1987) και το «Δεν κρατιέμαι, δεν κρατιέμαι» (1987). Στη «Βασίλισσα της Ρέγγας» του Κώστα Καραγιάννη συνεργάστηκε μάλιστα με τη Ρένα Βλαχοπούλου και αμφότερες οι δύο μεγάλες κυρίες διασώθηκαν με τη φινέτσα και τα άπλετα υποκριτικά τους χαρίσματα.
Το ντεμπούτο
Η ψιλόλιγνη ντάμα του ελληνικού σινεμά έκανε επίσης και πολλή τηλεόραση, σημειώνοντας το ντεμπούτο της στο γυαλί το 1971. Έγινε στη δημοφιλή σειρά «Γραφείο Συνοικεσίων» (ΕΙΡΤ). Στην τηλεόραση θα διαγράψει μια πορεία 25 και πλέον ετών. Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο των σημαντικών ρόλων.
Ξεχωρίζουν ενδεχομένως οι εμφανίσεις της στις σειρές «Το κορίτσι της Κυριακής» (1972 – ΕΙΡΤ), «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου» (1973 – ΕΙΡΤ), «Ο βασιλιάς και το άγαλμα» (1975 – ΥΕΝΕΔ), «Το ταξίδι» (1976 – ΥΕΝΕΔ), «Υποψίες» (1977 – ΕΡΤ), «Λεμονόδασος» (1978 – ΕΡΤ), «Αρχαία σκουριά» (1983 – ΕΡΤ2), «Το δίχτυ» (1983 – ΕΡΤ2), «Ποιος σκότωσε τον Άβελ» (1988 – ΕΤ2), «Γυναίκες» (1992 – Mega), «Ο Πέτρος και τα κορίτσια του» (1994 – Mega), «Cheek to cheek» (1996 – ΑΝΤ1). Τελευταία της τηλεοπτική εμφάνιση το 1998 στο «Για σένα» (Mega).
Η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάματος έφυγε από τον κόσμο στις 17 Μαΐου 2008 στο διαμέρισμά της. Συνέβη, όταν η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Ήταν 81 ετών και είχε κρατήσει πάντα την προσωπική της ζωή μακριά από τα αδιάκριτα μάτια. Κηδεύτηκε τρεις μέρες αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
πηγη: apotis4stis5.com