Νίκος είχε μόλις κλείσει τα 22 του χρόνια όταν ήρθε στην Ελλάδα. «Δύσκολο» παιδί, μακριά από την ελληνική νοοτροπία, ακόμα πιο μακριά από εκείνη της Θεσσαλονίκης που πάντοτε ήταν ένα πολύ μεγάλο χωριό. Κλειστός χαρακτήρας, στην Ελλάδα κλείστηκε ακόμη περισσότερο έχοντας στο νου πως η μητέρα του η Στέλλα του ανάρρωνε πίσω στο New Jersey από το βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που πέρασε.
Ο λογισμός του ήταν πάντοτε στη μάνα του, μια μικρή εικόνα της Παναγίας που της είχαν δωρίσει οι άνθρωποι του Άρη ήταν ο καταλυτικός παράγων για την απόφασή του να αρνηθεί τις προτάσεις από την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, παρόλο που η προσαρμογή του ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ο Νίκος αισθανόταν μόνος, πολλές φορές αμφέβαλε για την επιλογή του να επιστρέψει στην πατρίδα των γονέων του, η ζωή στην Ελλάδα ήταν δύσκολη, δεν είχε καμία σχέση με την Αμερική.
Η γνωριμία και ο γάμος
Η γνωριμία του με τη Τζένη Ρήγα τους τελευταίους μήνες του 1979 τον βοήθησε να διώξει τις μαύρες σκέψεις που τον βασάνιζαν σχετικά με το ορθό της επιλογής. Η Τζένη, ένα φρέσκο και χαρωπό κορίτσι, εντυπωσιάστηκε από το λιγομίλητο και αρρενωπό Γκάλη, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, το ίδιο κι εκείνος. Ήταν στα 17 τότε, δεν είχε βγάλει ακόμα το λύκειο εμφανιζόταν όμως πλήρως κατασταλαγμένη.
Ο Νίκος ήταν ο άντρας της ζωής της, ένας κλειστός χαρακτήρας, επιφυλακτικός, εχέμυθος, συντηρητικός. Έμοιαζαν σε πολλά, κι εκείνη ήταν κλειστή, δύσκολη, διαφορετική από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της. Η σχέση τους έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ούτως ή άλλως εκείνη την εποχή ο Γκάλης δεν ήταν το φαινόμενο που έχουμε όλοι στο νου μας, το μπάσκετ ήταν ακόμη ένα underground άθλημα που αφορούσε λίγους, ελάχιστους ανθρώπους στην Ελλάδα.
ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι πρώτες περίοδοι του Νίκου στη Θεσσαλονίκη ήταν δύσκολες, πιο δύσκολες απ’ ότι περίμενε, αφού όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν ξένο, βίωνε στο πετσί του την κατάρα όλων των παιδιών μεταναστών: στην πατρίδα του ήταν «Αμερικάνος», στις ΗΠΑ ήταν «Έλληνας», ζούσε μονίμως σαν ξένος στον τόπο του, δεν αφομοιώθηκε ποτέ πλήρως. Κλείστηκε ακόμη περισσότερο, ελάχιστοι τον καταλάβαιναν, δεν μιλούσε πολύ, προτιμούσε πάντα να προπονείται σκληρά, να τηρεί ένα πολύ αυστηρό διαιτολόγιο, να στερείται τα πάντα στο βωμό της καριέρας.
Αυτό επηρέαζε και τη Τζένη που δεν έζησε ποτέ τα νεανικά της χρόνια όπως όλα τα κορίτσια, από μικρή συμπεριφερόταν σαν ώριμη γυναίκα, έπρεπε να προσέχει το προφίλ της, να «προστατεύει» εκτός από τη δική της και την εικόνα του Γκάλη. Μια εικόνα που προϊόντος του χρόνου γινόταν ακόμα πιο σημαντική, προδιαγραφόταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 το λαμπρό αθλητικό μέλλον ένος ανθρώπου πολύ πάνω από το μέσο όρο των συναθλητών του.
ΓΑΜΟΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ
Το καλοκαίρι του 1984 ταξίδεψαν μαζί στο New Jersey, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, είδηση που δεν απασχόλησε (σχεδόν) κανέναν πλην των πολύ οικείων και κάποιων ανθρώπων μέσα στην ομάδα. Η Τζένη ήταν 22 ετών, ο Νίκος 27, αμφότεροι είχαν σκεφτεί πως δεν μένει κάτι άλλο εκτός από το γάμο για να εξελίξουν και να επισημοποιήσουν τη σχέση τους. Ερωτευμένοι (νόμιζαν ότι) ήταν, είχαν σίγουρα ανάγκη ο ένας την άλλη διότι οι δύσκολοι άνθρωποι ανέκαθεν αναζητούν έναν όμοιο συνοδοιπόρο για να μοιραστούν το δύσβατο μονοπάτι που επέλεξαν.
Λίγους μήνες αργότερα, ακολούθησε και ο θρησκευτικός γάμος, ανήμερα των «ερωτευμένων», 14 Φεβρουαρίου του 1985 στη Μητρόπολη στη Θεσσαλονίκη. Το μονοπάτι του Νίκου όμως παραήταν δύσκολο, η φήμη του ολοένα και μεγάλωνε, όσο βελτιωνόταν στα παρκέ και βήμα-βήμα εκτόξευε την καριέρα του, η ζωή του γινόταν ακόμα πιο δύσκολη, πιο σύνθετη, δύσκολα διαχειρίσιμη.
ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΙΧΕ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ
Η Τζένη ζήλευε, δεν περίμενε ποτέ ότι το κλειστό αγόρι που γνώρισε στο λύκειο θα ήταν τόσο πιστός στρατιώτης της προδιαγεγραμμένης καριέρας του. Το νόμισμα είχε δύο όψεις, από τη μία ήταν η γυναίκα του Γκάλη, του σούπερ σταρ του Άρη και της Εθνικής και από την άλλη το κορίτσι του Νίκου, ενός πολύ δύσκολου ανθρώπου που έπρεπε να μένει αφοσιωμένος στην καριέρα του και να υπηρετεί τη ζωή ενός επαγγελματία αθλητή στην Ελλάδα του ημιεπαγγελματισμού και της διασκέδασης.
Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί αυτό η Τζένη, οι κρίσεις της εμφανίζονταν πολύ συχνά, το άγχος συνέθλιβε την εσωτερική ηρεμία της, τα φαντάσματα την κυνηγούσαν παντού. Τυραννιόταν και τυραννούσε το Νίκο, οι καυγάδες τους ήταν έντονοι μόνο από τη μία πλευρά, η Τζένη ξέφευγε, ο Νίκος παρέμενε «τετράγωνος», σκληρός.
Η επιτυχία του 1987 και η διάσταση
Ακόμα και με τον εαυτό του πάντα ήταν σκληρός ο Γκάλης. Εκεί που είχε βάλει τον πήχη ήταν αδύνατον να ακολουθήσει ο οιοσδήποτε, το βάρος ήταν δυσβάστακτο, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 σχεδόν μη αντιμετωπίσιμο. Όταν εκείνο το ιστορικό καλοκαίρι του 1987 άλλαξε η αθλητική ζωή της πατρίδας μας στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, το ζευγάρι ήταν ακόμα μαζί.
Η Τζένη ήταν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, δίπλα του, κοντά του, μαζί του. Εκείνο που έζησε όμως ολόκληρη η Ελλάδα τον Ιούλιο του 1987, θα λύγιζε ακόμη και τις πιο ισχυρές προσωπικότητες, πολλώ δε μια εύθραυστη. Ο Γκάλης έγινε τραγούδι στο στόμα δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ήθελαν απλώς να τον αγγίξουν, να πάρουν έστω ένα δράμι χρυσόσκονη, να λάμψουν μέσα από τη λάμψη του.
ΟΛΙΚΟ BREAKDOWN
Η ανέλπιστη επιτυχία της Εθνικής, έφερε την αντίστροφη μέτρηση. Η Τζένη λύγισε, δεν μπόρεσε να σηκώσει και αυτό το βάρος, η ζήλεια της έγινε ανυπόφορη, η καχυποψία της εμμονική, η συμπεριφορά της παρέπεμπε σε κλινική περίπτωση. Το ολικό breakdown ήλθε όταν το ζευγάρι μετά από έναν πολύ έντονο διαπληκτισμό αποφάσισε να χωρίσει τους δρόμους του.
Κατέληξαν στα δικαστήρια, με τις σχέσεις τεταμένες, οι εφημερίδες της εποχής που ακολουθούσαν το Γκάλη κατά πόδας, έκαναν λόγο για «πόλεμο», ήταν όμως εξαιρετικά διακριτικές αν αναλογιστούμε τη mediaκή αθλιότητα της εποχής που ζούμε τώρα και την παντελή καταπάτηση της ιδιωτικότητας και της προσωπικής ζωής των ανθρώπων που ζουν με τα φώτα στραμμένα επάνω τους.
ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΙΑ
Μολαταύτα, η Τζένη μετά από εκείνον τον Ιούλιο του 1987 κατέρρευσε. Τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπισε την οδήγησαν σε υπερβολές, σε επεισόδια ακόμη και στο Αλεξάνδρειο, ταπεινώθηκε νομίζοντας ότι θα φέρει πληγές στον εγωισμό του Γκάλη, τελικά όμως έκανε κακό μόνο στον εαυτό της. Για περίπου έναν μήνα νοσηλεύτηκε στη νευροψυχιατρική κλινική Περαία υπό απόλυτη μυστικότητα, κάποιες μέρες στο δημόσιο ψυχιατρείο στη Σταυρούπολη, όταν οι κρίσεις ήταν ακόμη πιο έντονες και έχρηζαν άμεσης αντιμετώπισης.
Ο Γκάλης αντιλήφθηκε τη σημαντικότητα των στιγμών, η δικαστική διαμάχη εξομαλύνθηκε, οι δικηγόροι των δύο πλευρών πλησίασαν πάρα πολύ κοντά στο συμβιβασμό σχετικά με το διαζύγιο, η Θεσσαλονίκη που ανέκαθεν λάτρευε τις θεωρίες και το κουτσομπολιό έδειχνε να αφήνει το ζευγάρι στην ησυχία του, του έδινε τον απαιτούμενο χρόνο για να λύσει ειρηνικά τις διαφορές του.
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ
Ο Νίκος συμφώνησε να παραχωρήσει ένα επιπλωμένο διαμέρισμα στην εν διαστάσει σύζυγο, να πληρώνει 100 χιλιάδες δραχμές διατροφή μηνιαίως, να της παραχωρήσει και μια έκταση πέντε στρεμμάτων στο Νέο Ρύσιο. Η μόνη εκκρεμότητα ήταν η διαφορά στη διατροφή, η πλευρά της Τζένης απαιτούσε 200 χιλιάδες, υπήρχε διάθεση όμως να βρεθεί η χρυσή τομή μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων.
Δυστυχώς, ενώ η λύση του γάμου πλησίαζε σε αίσιο και βελούδινο τέλος, μια κρίση της Τζένης οδήγησε στην απόλυσή της από το κατάστημα γραφομηχανών στο οποίο εργαζόταν, εξέλιξη που την έκανε ακόμη πιο οξύθυμη, πιο νευρική, με ελάχιστες πια καλές στιγμές. Η ίδια απέδιδε τις μεταπτώσεις και στη σχέση της με το Νίκο, σχέση ωστόσο δεν υπήρχε, ήταν πια τυπική, «ανεκτική» και λόγω της κατάστασής της και λόγω του μύθου «Γκάλης» που έπρεπε πάση θυσία να προστατευθεί.
Το τροχαίο
Μοιραίο στάθηκε το αυτοκίνητο που της δώρισε ο ίδιος ο Γκάλης, σημειολογικά λίγες μέρες πριν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αθήνας. Ήταν ένα Renault 5 turbo, από τα γρήγορα «μικρά» της εποχής, ίσως όχι το καταλληλότερο. Με αυτό το αυτοκίνητο η Τζένη πήγε να επισκεφτεί μια συγγενή της στο χωριό Κορινός της Πιερίας και λίγο έξω από την Κατερίνη, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε μετωπικά και με σφοδρότητα με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο άτυχος Αθηναίος παιδίατρος, ο 45χρονος Δημήτρης Λειβαδίτης.
Η σύγκρουση ήταν πραγματικά βίαιη, τα δυο αυτοκίνητα εκτινάχθηκαν έξω απ’ το οδόστρωμα στο σιδερένιο στηθαίο του δρόμου, το Renault «είχε» πολλά χιλιόμετρα, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες του δυστυχήματος, έκανε και άκρως επικίνδυνους ελιγμούς. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν τραγικό, η Τζένη και η 28χρονη σύζυγος του παιδίατρου, Μαρίνα, ανασύρθηκαν νεκρές από την άμορφη μάζα, το δέκατο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Κατερίνης-Θεσσαλονίκης βάφτηκε με αίμα.
ΠΟΛΥ ΠΑΝΩ ΑΠ’ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ
Ο Λειβαδίτης οδηγήθηκε άμεσα με ασθενοφόρο στο «Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη, ήταν φύσει αδύνατον να δώσει κατάθεση για τα αίτια του δυστυχήματος, αφού η κατάστασή του ήταν σοβαρή και τελούσε εν αφασία. Θα κατέληγε κι εκείνος λίγο αργότερα, αφού ο οργανισμός του δεν άντεξε την εσωτερική αιμορραγία και οι χειρουργοί δεν κατόρθωσαν να επιμηκύνουν τη ζωή του. Τα θύματα πλέον ήταν τρία.
Από την πραγματογνωμοσύνη που διενήργησαν ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Κατερίνης Θανάσης Γεωργιάδης, ο εμπειρογνώμων οχημάτων Ευστάθιος Σταθακόπουλος και ο ειδικός επί των ελαστικών Αναστάσιος Παταρίδης, προέκυψε ότι οι εμπρόσθιοι τροχοί του Renault μπλόκαραν, ότι αμφότερα τα οχήματα είχαν υπερβεί το ανώτατο όριο ταχύτητας.
Τα σπλάχνα της Τζένης εστάλησαν στο Τοξικολογικό Εργαστήριο του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου για εξέταση, έπρεπε να διαπιστωθεί το κατά πόσον η φαρμακευτική αγωγή ή τυχόν άλλες ουσίες, επηρέασαν τις οδηγικές της ικανότητες. Έτσι έπεσε η αυλαία μιας δραματικής εν πολλοίς ζωής, που κινήθηκε στα λεπτά όρια της μοναξιάς, των εσωτερικών δαιμόνων και τα άσυλα φρενοβλαβών.
Η Τζένη τράκαρε, είναι νεκρή
Στο νεκροτομείο του νοσοκομείου της Κατερίνης έσπευσαν αμέσως ο θείος της, Κώστας Μαυροειδής, κάτοικος Κατερίνης και άλλοι συγγενείς που ειδοποιήθηκαν άμεσα, το ίδιο και ο Άρης που έπρεπε να ειδοποιήσει με κάποιον τρόπο το Γκάλη. Πρώτοι το έμαθαν ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Πρόεδρος του Άρη και κουμπάρος του ζεύγους, Χρήστος Μιχαηλίδης, αμφότεροι συγκλονισμένοι διέκοψαν τη γενική Συνέλευση της ΠΑΕ που βρισκόταν εν εξελίξει και ενημέρωσαν συντετριμμένοι τους παριστάμενους. «Η Τζένη τράκαρε, είναι νεκρή».
Πέρασε αστραπιαία απ’ τη δόξα στην ανυπαρξία και το θάνατο, έφυγε ακριβώς όπως είχε εισβάλλει στο χρυσοποίκιλτο κόσμο της δημοσιότητας: με ιλλιγγιώδη ταχύτητα, με σπασμένα τα φρένα. Προσπερνούσε τρία-τρία τα αυτοκίνητα, έχασε τον έλεγχο όταν κάτι της απέσπασε την προσοχή, μπορεί να ήθελε να ανάψει ένα τσιγάρο, να αλλάξει την κασέτα στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου. Γεγονός είναι ότι από το φρενάρισμα των πενήντα και πλέον μέτρων, γίνεται αντιληπτό, ότι το Renault κινούνταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Ποιος ξέρει τί είχε στο νου της εκείνο το βράδυ τέλη Μαΐου…
Η ΤΖΕΝΗ “ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ”
Ήταν μόλις 26 χρόνων, η γυναίκα του «ειδώλου» για το ευρύ κοινό που αγνοούσε τις λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του Έλληνα «σούπερμαν» που λατρευόταν σαν θεός μετά από εκείνο το Ευρωμπάσκετ. Η είδηση του θανάτου της έσκασε σαν βόμβα στα media (έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο της εποχής) την επόμενη μέρα, ξεκίνησαν να γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες του γάμου της, του διαζυγίου, της προσωπικής ζωής του Γκάλη. Η Τζένη «όλων των Ελλήνων» όπως έλεγαν όλοι κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ, έγινε η κοπέλα με τα ψυχολογικά προβλήματα, εκείνη «που δεν άντεξε», που «δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τη δημοσιότητα της σχέσης με το Γκάλη».
Δεν άργησαν οι πρώτοι «κιτρινισμοί», τα πρώτα σχόλια για χάπια, για το Νίκο που ήταν «περίεργος», που κάποτε στην Τσιμισκή «πιάστηκε στα χέρια με κάποιον που την κοιτούσε και έχασε ένα δόντι επειδή ο άλλος ήταν δάσκαλος καράτε». Σε τέτοιο «επίπεδο» κινούνταν τα ρεπορτάζ, τα ελληνικά media δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν μια τέτοια πρωτόγνωρη κατάσταση, το αθλητικό ρεπορτάζ ήταν το παρακατιανό, των «αγράμματων», των νέων παιδιών που μόλις ξεκινούσαν.
ΤΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΚΑΙ ΟΙ ΦΗΜΕΣ
Οι αρχισυντάκτες έδωσαν εντολή στους αστυνομικούς και τους πολιτικούς ρεπόρτερς να ξεψαχνίσουν το θέμα. Διακριτικά, με προσοχή. Άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω οι αληθινές διαστάσεις της σχέσης της με το Γκάλη, το θλιβερό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή της, ότι είχε χάσει τη μητέρα της στα 11 της χρόνια και με τον πατέρα της η σχέση ήταν κάκιστη. Ότι τη μεγάλωσε η αδελφή της μάνας της που την είχε σαν κόρη της, έγινε γνωστό ότι εκείνη έκανε το πρώτο βήμα με το Νίκο, ότι κυνήγησε και βρήκε το τηλέφωνό του, πήγε κάτω από το σπίτι και γνωρίστηκαν.
Ασφαλώς υπήρχε και εκτενής αναφορά στα προβλήματά της, σε ανεπιβεβαίωτες απόπειρες αυτοκτονίας, σε σκηνές ζηλοτυπίας όταν βρίσκονταν σε διάσταση με το Νίκο, στο γεγονός ότι ζητούσε χρήματα (είχε γραφτεί ότι είχε συμφωνήσει και σε ένα ποσό της τάξης των δέκα εκατομμυρίων προκειμένου να συναινέσει στο διαζύγιο εκτός από την έκταση στο Ρύσιο, τη διατροφή και το διαμέρισμα), σε χοντρά επεισόδια ακόμα και με το Μιχαηλίδη και τον Ιωαννίδη.
ΕΝΑΣ ΙΣΧΥΡΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Η αλήθεια είναι πως η Τζένη ήταν ισχυρός χαρακτήρας, τα πρώτα χρόνια με το Νίκο ήταν ευτυχισμένα, είχε αναλάβει εν λευκώ τη δημόσια εικόνα του, απαντούσε ακόμη και για λογαριασμό του σε τηλεφωνήματα δημοσιογράφων, εκτελούσε χρέη μάνατζερ του Γκάλη, σπούδαζε παράλληλα μάρκετινγκ με σκοπό να αναλάβει τη διαχείριση των επιχειρήσεων του Νίκου που δεν είχε κανένα πρόβλημα να της εμπιστευθεί τα χρήματά του, να την αφήνει να κάνει επενδύσεις για λογαριασμό του.
Οι διαταραχές απομάκρυναν το ζευγάρι, ο ούτως ή άλλως «αποξενωμένος» Γκάλης μετά την επιτυχία του Ευρωμπάσκετ έγινε ακόμη πιο δυσπρόσιτος, εμπιστευόταν ελάχιστους ανθρώπους ακόμη και μέσα στην ομάδα, διαχειριζόταν «αμερικανικά» και τη δημοσιότητα και τους σπόνσορες και την ίδια του τη ζωή, σε μια χώρα που τη δεκαετία του ’80 δεν είχε απογαλακτιστεί από συμπεριφορές και πρακτικές του ερασιτεχνικού της παρελθόντος.
«Ηταν ένα πολύ καλό κορίτσι. Την αγαπούσε και ο Γκάλης που τη φώναζε χαϊδευτικά Μπέμπα. Ηταν ένα πολύ γλυκό παιδί» τα λόγια της καλύτερής της φίλης
Ο Νίκος ποτέ δεν ενέκρινε τα μεταφυσικού χαρακτήρα ενδιαφέροντα της Τζένης, δεν αντιλαμβανόταν τις εμμονές της, ήταν αδύνατον να ακολουθήσει ο ένας την άλλη μετά την αλλαγή δεδομένων στη ζωή τους. Όσοι τον ζήσαμε το Γκάλη, το ξέρουμε καλά πως έμοιαζε με «κομπιούτερ» στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80, πολύ δύσκολα μπορούσες να τον αποκρυπτογραφήσεις και να τον καταλάβεις. Πρόσεχε πολύ τη δημόσια εικόνα του, προστάτευε την ιδιωτική του ζωή, ανέκαθεν απεύφευγε κοσμικές εκδηλώσεις, προσκλήσεις σε διάφορες «βραδιές» που ειδικά στη Θεσσαλονίκη ξέφευγαν από τα όρια και λάμβαναν μυθικές διαστάσεις με το «ράδιο αρβύλα» να υπερισχύει της πραγματικότητας.
«Ηταν ένα πολύ καλό κορίτσι. Την αγαπούσε και ο Γκάλης που τη φώναζε χαϊδευτικά Μπέμπα. Ηταν ένα πολύ γλυκό παιδί» τα λόγια της καλύτερής της φίλης, τη στιγμή που η οικογένειά της επέρριπτε τις ευθύνες γενικά και αόριστα στον ανεμιστήρα.
Η κηδεία
Ο Γκάλης βρισκόταν στη Ρώμη, μέχρι αργά το βράδυ της 28ης Μαΐου δεν είχε πληροφορηθεί το θάνατό της, μην λησμονούμε ότι το 1988 οι τηλεπικοινωνίες δεν ήταν όπως σήμερα, υπήρχαν μόνο σταθερά τηλέφωνα και τηλεγραφήματα ή «τέλεξ». Στην Ιταλία είχε βρεθεί μαζί με τον επιστήθιο φίλο και γυμναστή Γιώργο Ραμπότα, προκειμένου να βραβευθεί ως Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας της χρονιάς, θα συμμετείχε στο show Europa της RAI. Πολύ αργά τη νύχτα τον βρήκε στο ξενοδοχείο ο Ιωαννίδης και του μετέφερε τα δυσάρεστα.
Ο Γιάννης ήταν συγκλονισμένος, έτρεμε η φωνή του. Την ήξερε από μικρό παιδί τη Τζένη, απ’ όταν πήγαινε κρυφά στο Παλαί και παρακολουθούσε τις προπονήσεις του Νίκου. Το μόνο βέβαια είναι ότι ο Γκάλης έψαξε άμεσα τρόπο να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μόνο ο Ραμπότας ήταν μαζί του και μπορεί με ασφάλεια να μεταφέρει πως αντέδρασε μετά, τι είπε, πως ένιωσε. Οι υπόλοιποι μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες.
Στη Τζένη – Νίκος
Ο Γκάλης εφτασε στη θεσσαλονίκη αργά, η κηδεία της Τζένης είχε ήδη γίνει, το γεγονός όμως της απουσίας του σχολιάστηκε πολύ αρνητικά από Τύπο και τοπική κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Η πόλη δεν συγχωρεί τέτοιες συμπεριφορές, διακατέχεται ακόμη και σήμερα από ένα πέπλο πουριτανισμού και συντηρητισμού που παραπέμπει σε παλαιότερων εποχών κοινωνικές δομές και αντιλήψεις, η εικόνα και η άποψη «του κόσμου» μετρά περισσότερο ακόμη κι από την ίδια την αλήθεια. Και η Θεσσαλονίκη της κριτικής ήταν απούσα από την κηδεία της Τζένης, μια χούφτα άνθρωποι την αποχαιρέτισαν για τελευταία φορά στις 11.30 το πρωί στον ιερό ναό του Αγίου Ελευθερίου στο Ντεπώ.
«Έλαμπε διά της απουσίας του ο Γκάλης» κι έγινε αμέσως πρώτο θέμα συζήτησης στα στέκια της πόλης. «Έστειλε μόνο ένα άψυχο στεφάνι» ήταν η επωδός. Το στεφάνι του Γκάλη έγραφε κάτι που για όσους τον γνώριζαν παρέπεμπε απ’ ευθείας στον ίδιο και την ιδιοσυγκρασία του, ήταν καθρέπτης του χαρακτήρα και της κοσμοθεωρίας του: «Στη Τζένη – Νίκος».
ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ο πατέρας της που είχε να τη δει πέντε χρόνια, σε μια γωνιά φώναζε, ο Ιωαννίδης με τη Γιούλα που παρίσταντο, περιορίστηκαν στα τυπικά, μαζί τους ο Γιάννης Γιαννάκης, τότε υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του Άρη και ο σύμβουλος Μιχάλης Μπανιώρας. Τα στεφάνια αμέτρητα, από τον Α.Σ., από τον Πρόεδρο Μιχαηλίδη, από τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Η τελετή ήταν προγραμματισμένη για τις 12 το μεσημέρι, έγινε νωρίτερα για άγνωστους λόγους, ολοκληρώθηκε σε πολύ βαρύ κλίμα.
Το αληθινό δράμα εκτυλίχθηκε στο νεκροταφείο της Αναστάσεως, ο Γιώργος Ρήγας λίγο πριν κατέβει το φέρετρο στο χώμα, έπεσε πάνω στο άψυχο ξύλο, αγκάλιασε το παραμορφωμένο πρόσωπο της Τζένης «σε φάγανε κόρη μου τα καθάρματα, σε φάγανε με τα εκατομμύρια, εννιά χρόνια με ένα στεφάνι…».
ΒΑΡΙΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
Το ξέσπασμα του πατέρα ακολούθησαν πολύ βαριές κουβέντες από τους συγγενείς της Τζένης, η οικογένεια τα είχε με τον Ιωαννίδη, το Μιχαηλίδη, κυρίως με τον ίδιο το Νίκο. «Πέντε γαρύφαλλα και μια χρυσή κορδέλα, καθάρισε με τρία χιλιάρικα. Είχε το θράσος να στείλει στεφάνι, της πήρε τα πάντα και την άφησε να πεθάνει με ένα σεντόνι κι ένα μαξιλάρι». Το κλίμα έγινε ακόμη πιο βαρύ, κατανοητά βαρύ, αφού ο ανθρώπινος πόνος δε λογαριάζει ευπρέπειες και λογική.
Την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε και η έκθεση της αστυνομικής διεύθυνσης, σύμφωνα με τις καταθέσεις, η Τζένη ταξίδευε πολύ τακτικά στην Κατερίνη, επισκεπτόταν τη θεία της Αφροδίτη και την ξαδέλφη της την Ανθή, ήταν το ησυχαστήριό της μακριά από τη Θεσσαλονίκη που έριχνε μονίμως τα βλέμματα επάνω της.
ΦΑΣΑΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
Δεν φορούσε ζώνη, στο αυτοκίνητο δεν είχε καν την άδεια ή το δίπλωμά της, η κατάστασή της υπό κανονικές συνθήκες απαγόρευε να πιάσει τιμόνι. Το Renault κινούνταν με περισσότερα από 150 χλμ την ώρα, δεδομένα είχε περάσει στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε με το Mazda του άτυχου ζεύγους Λειβαδίτη πλαγιομετωπικά. Η σύγκρουση είχε τέτοια σφοδρότητα που το σώμα της Τζένης εκσφενδονίστηκε στην άλλη πλευρά του αυτοκινήτου, λόγω αδράνειας ξανά στη θέση του οδηγού, το κορμί της σφηνώθηκε στο τιμόνι, ο θώρακάς της είχε πολλαπλά κατάγματα.
Δεν υπάρχει εξήγηση ή νουθεσία, δεν απαντάται ποτέ το αιώνιο «γιατί» όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο. Ο θάνατος της Τζένης είναι ένα από τα περιστατικά που έχουμε ζήσει λίγο ως πολύ όλοι είτε με κάποιο φίλο, κάποιο γνωστό, σε χειρότερη περίπτωση με κάποιον στενό συγγενή. Μπροστά στο ίδιο το τραγικό γεγονός, καλύτερα είναι να σωπαίνεις. Η πιο εκκωφαντική σιωπή απ’ όλες είναι εκείνη του θανάτου. Η Τζένη «έσβησε» πρόωρα, αυτό είναι που μετράει. Τα υπόλοιπα είναι φασαρία που δεν ακούγεται.
πηγη : contra.gr