Στις 16 Αυγούστου 1974, κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, ο χρόνος σταμάτησε για πολλά χωριά της Κύπρου. Ένα από αυτά, η Μόρφου, κράτησε στα γκρεμισμένα σπίτια της για πολύ καιρό κατοίκους εγκλωβισμένους. Η Ελένη Πέτρου Καραγιάννη παρέμεινε με την οικογένειά της εγκλωβισμένη για εφτά μήνες. «Πήραν τον πατέρα μου να τον σουβλίσουν» Σε μία από τις εφόδους των Τούρκων στρατιωτών στο σπίτι της Ελένης, βρέθηκε ένα όπλο πεταμένο στην αυλή. Το αντικείμενο ήταν αρκετό για να κινήσει τις υποψίες των στρατιωτών οι οποίοι αποφάσισαν να συλλάβουν τον πατέρα της με την κατηγορία πως το χρησιμοποιούσε. Ωστόσο, όπως διηγήθηκε η Ελένη, το όπλο δεν ανήκε στον πατέρα της, μάλλον κάποιος Μορφίτης το πέταξε στην αυλή τους από φόβο μην τον εντοπίσουν να οπλοφορεί. Οι προσπάθειες όμως της οικογένειας να μεταπείσουν τους στρατιώτες ήταν άκαρπες. «Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον πήραν στο Γυμνάσιο Μόρφου, το οποίο χρησιμοποιούσαν τότε σαν κέντρο ανακρίσεων και στρατιωτικό καταυλισμό. Εκεί τον ξυλοκόπησαν πολλές φορές, ζητώντας να τους πει που βρήκε το όπλο.
Η Ελένη με τις φωτογραφίες των γονιών της
Στην προσπάθειά τους να τον κάνουν να ομολογήσει, έβαλαν στη φωτιά μια μεγάλη σούβλα. Ευτυχώς, την ύστατη στιγμή, έφτασε ένας αξιωματικός ονόματι Απτουλλάχ, ο οποίος γνώριζε τον πατέρα μου, αφού του έφερνε χάπια για τον διαβήτη του, και ο οποίος μόλις έμαθε τον σκοπό για τον οποίο βρισκόταν η σούβλα στη φωτιά, την έβγαλε έξω και έδιωξε τους στρατιώτες. Ακολούθησε εξονυχιστική έρευνα, παρουσία του Απτουλλάχ στο σπίτι μας, χωρίς βέβαια να βρεθεί τίποτα κι έτσι ο πατέρας μου γλίτωσε το σούβλισμα», διηγείται το 1988 η Ελένη στο Περιοδικό. Άθαφτοι οι νεκροί Η εμπειρία αυτή δεν ήταν η μόνη που βίωσε. Θυμάται χαρακτηριστικά, πως οι στρατιώτες έσπαγαν πόρτες και παράθυρα και εισέβαλαν στα σπίτια των Μορφιτών. Όσα ήταν άδεια απλά τα έκλεβαν. Όσα όμως είχαν εγκλωβισμένες οικογένειες, δεν τα άφηναν ήσυχα. Στη διάρκεια του εγκλωβισμού πολλοί κάτοικοι πέθαναν από τις αντίξοες συνθήκες. Πολλές ήταν οι φορές που υπήρχε φαγητό ή νερό ενώ πολλές οικογένειες ζούσαν «σαν σαρδέλες» μέσα σε ένα σπίτι για να μην μένει κανείς εκτεθειμένος και μόνος. Κάποιους από αυτούς που πέθαιναν, τους έθαβαν στις αυλές των σπιτιών. Κάποιους όμως, όπως τον Παπαγιάννη, τον ιερέα της Μόρφου, οι Τούρκοι απαγόρευσαν να θαφτεί. ‘Ετσι το σώμα του παρέμενε εκτεθειμένο και άθαφτο για αρκετό καιρό.
Οι βιασμοί και τα σταμπαρισμένα πόδια
Εκτός από τις λεηλασίες σπιτιών και τις εν ψυχρώ δολοφονίες δεν έλειπαν οι βιασμοί. Οι κοπέλες, ειδικά οι ανύπαντρες, που είχαν μείνει εγκλωβισμένες σκαρφίζονταν διάφορα τεχνάσματα για να προσπαθήσουν στο ελάχιστον να κρύψουν την ηλικία της. Κυκλοφορούσαν με μαύρες κάλτσες και τσεμπέρια στο κεφάλι για να προσπαθήσουν να φαίνονται μεγαλύτερες από ότι ήταν ή τουλάχιστον να μην φαίνονται τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, δεν κατάφερναν πάντα να γλιτώσουν.
«Την κρατούσαν οι Τούροι, τον άντρα της τον σκότωσαν. Όταν ήλθε στην ελεύθερη Κύπρο ζήτησε ένα ποτήρι νερό» Φωτογραφικό αρχείο Αβδελοπούλου
Η οικογένεια της Ελένης φιλοξενούσε στο σπίτι της μία τέτοια ανύπαντρη κοπέλα κοντά στα 30. Ένα βράδυ η πόρτα τους χτυπούσε μανιωδώς. Αρχικά, ο πατέρας της πρόσταξε να μην ανοίξει κανείς, όταν όμως είδε πως ο στρατιώτης επιμένει άνοιξε την πόρτα. «Βρεθήκαμε μπροστά σε έναν ένοπλο στρατιώτη, με το τζόκεϊ του κατεβασμένο σχεδόν μέχρι τα μάτια του. Χωρίς να πει τίποτα κλείδωσε εμένα τη μητέρα και τον πατέρα μου σε ένα δωμάτιο, και έδεσε την πόρτα με λιμιστήρα που είδαμε ότι κρατούσε στην τσέπη μόλις μπήκε. Άρπαξε τότε την κοπέλα που ήταν στο σπίτι μας και τη βίασε. Δεν ήταν όμως μόνο αυτή θύμα βιασμού. Θυμάμαι κι άλλες κοπέλες, κάποιες της βίαζαν καθημερινά και για κάθε βιασμό έβαζαν και μία «στάμπα» στα πόδια της. Οι στάμπες μαρτυρούσαν τον αριθμό του βασανιστηρίου». Μετά από εφτά μήνες, η Ελένη άφησε την εγκλωβισμένη Μόρφου και μετακόμισε σε έναν προσφυγικό συνοικισμό στη Λεμεσό. Πληροφορίες: Το Περιοδικό…