Στα 870 μ. υψόμετρο, στις παρυφές του Σμόλικα, στέκει ανέγγιχτο από τον χρόνο και τον άνθρωπο, ένα όμορφο χωριό από πέτρα και ξύλο, το Γαναδιό.
Ως μνημείο αρχιτεκτονικής, «ύμνος» των μαστόρων της πέτρας, των πελεκάνων και των κτιστάδων της Ηπείρου, στα 870 μ. υψόμετρο, στις παρυφές του Σμόλικα, στέκει ανέγγιχτο από τον χρόνο και τον άνθρωπο, το Γαναδιό, ένα όμορφο Ελληνικό χωριό από πέτρα και ξύλο.
«Προσπαθούμε να σταματήσουμε τον χρόνο», έχει πει ο πρόεδρος της κοινότητας, Βασίλης Τζιμινάδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Μάλλον τα έχουν καταφέρει μια χαρά.
Ο κύριος Τζιμινάδης όταν ήταν ακόμη νεαρός εργάστηκε στην Αθήνα κι επέστρεψε στο χωριό του αποφασισμένος να ξαναδώσει ζωή στα λιθόστρωτα καλντερίμια του.
Λίγα μόλις χιλιόμετρα μετά την Κόνιτσα, στα δεξιά του δρόμου μία πινακίδα γράφει «πέτρινα χωριά». Ο φιδωτός δρόμος μέσα στο ελατοδάσος, πάνω από τον Βουρκοπόταμο, οδηγεί τον επισκέπτη εκεί όπου ο χρόνος έχει σταματήσει πριν από τουλάχιστον δύο αιώνες. Φτάνοντας σε μία μικρή πλατεία πριν τον οικισμό, πρέπει κανείς να αφήσει το αυτοκίνητο και να συνεχίσει με τα πόδια.
Πυργόσπιτο που στο κάτω μέρος διακρίνονται οι πολεμίστρες στον οικισμό Γαναδιό στις παρυφές του Σμόλικα στην Κόνιτσα, Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014. Ως ένα μνημείο αρχιτεκτονικής, «ύμνος» των μαστόρων της πέτρας, των πελεκάνων και των κτιστάδων της Ηπείρου, στα 870 μ. υψόμετρο, στις παρυφές του Σμόλικα, στέκει ανέγγιχτο από τον χρόνο και τον άνθρωπο, ένα χωριό από πέτρα και ξύλο, το Γαναδιό.
Στην κεντρική πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο, δεσπόζει ο ιερός ναός των Ταξιαρχών, μία τρίκλιτη βασιλική που χτίστηκε με πελεκητή πέτρα το 1856 από τον πρωτομάστορα Χαρισιάδη.
Ο ναός «φιλοξενεί» πολύτιμα θρησκευτικά κειμήλια, γι αυτό μετά τα κρούσματα διαρρήξεων σε μοναστήρια και εκκλησίες στην περιοχή τα βράδια φρουρείται από αστυνομικούς.
Η πόρτα στον Ιερό Ναό Ταξιαρχών
Οι πολυέλαιοι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του είναι έργα τέχνης, που μεταφέρθηκαν από τη Ρουμανία με τη φροντίδα Γαναδιωτών μεταναστών.
Δίπλα στον ναό, βρίσκεται το «αμιλικό», ένα παλιό χάνι, όπου στο ισόγειο διατηρείται έως σήμερα ο στάβλος για τα άλογα και στον όροφο ο ξενώνας. Το καφενείο συμπληρώνει το σκηνικό της κεντρικής πλατείας. Παλιά στο κτίριο λειτουργούσε σχολείο και τα δωμάτια του ορόφου διατίθεντο στους δασκάλους για κατοικία.
Τα αρχοντόσπιτα δίνουν το στίγμα τής άλλοτε πλούσιας περιοχής. Οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα στη Ρουμανία και σε άλλες χώρες. Τα «μπουλούκια» των μαστόρων του Γαναδιού, γύριζαν τα Βαλκάνια και όλη την Ελλάδα.
Μέσα στον οικισμό υπάρχουν τέσσερα μικρά πέτρινα τοξωτά γεφύρια, που χρονολογούνται από το 1890, ενώ μια πέτρινη βρύση προσφέρει πόσιμο νερό στους κατοίκους.
Κάθε σπίτι έχει τη δική του ιστορία από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ειδικά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Τότε, ο τόπος έγινε στόχος ληστρικών επιδρομών και απαγωγών.
Κάθε λιθάρι στο Γαναδιό έχει και μια πραγματική ιστορία, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, από αφηγήσεις, αλλά κυρίως μέσα από χειρόγραφες μαρτυρίες. Τα πετρόχτιστα σπίτια είναι μικρά οχυρά, ορισμένα μάλιστα έχουν και πολεμίστρες. Κατά τον 19ο αιώνα, το χωριό έγινε αλλεπάλληλες φορές στόχος ληστών. Ακόμη και οι γυναίκες είχαν μάθει να χειρίζονται όπλα για να προστατεύουν την περιουσία τους πλάι στους άνδρες.
Στο Γαναδιό υπάρχουν τρεις κατηγορίες κατοικιών, οι οποίες δηλώνουν την οικονομική επιφάνεια της κάθε οικογένειας. Τα σπίτια, που χτίστηκαν σε σχήμα «Π», ανήκαν στους άρχοντες, εκείνα που είχαν διάταξη «Γ» στη μεσαία τάξη και τα απλά τετράγωνα ήταν των φτωχών.
Τα χρώματα που κυριαρχούν στα παράθυρα, τις πόρτες και στο εσωτερικό των σπιτιών είναι ώχρα, βαθύ πράσινο και μπορντώ.