ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΟΧΛΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΤΙΣ 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1955
Συγκλονιστική μαρτυρία από τον δημοσιογράφο Γ. Καράγιωργας που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της αγριότητας των τούρκων. Σε ομιλία του για τα 40 χρόνια από τα Σεπτεμβριανά περιέγραψε κάποια περιστατικά..
“Στο Γενή Σεχίρ, ώρα 7 το απόγευμα μέσα στη μέση του δρόμου, ο όχλος περικύκλωσε ένα κοριτσάκι 6 ετών, το παρέδωσε σ΄ έναν ημιπαράφρονα χαμάλη γνωστό ως «γορίλα» και εκείνος παρουσία δύο χιλιάδων ατόμων το εβίασε επανειλημμένως, ενώ το πλήθος ούρλιαζε, «αυτά παθαίνουν οι Έλληνες. Σκότωσέ την, σκότωσέ την την σκύλα την Ελληνίδα».”
“Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επιθέσεως, κύματα όχλου μπήκαν στην εκκλησία, για να την καταστρέψουν. Μέσα όμως βρισκόταν εκείνη την στιγμή ο αρχιδιάκονος, ο οποίος επιχείρησε να τους εμποδίσει. Οι Τούρκοι άρχισαν να τον ξυλοκοπούν και να προσπαθούν να του βγάλουν τα ράσα. Ο αρχιδιάκονος αντέστη, αλλά υπέκυψε. Από τις φωνές, τα ουρλιαχτά και την φασαρία ανησύχησε η μητέρα του ιερωμένου κι έντρομη έτρεξε στην εκκλησία. Το πλήθος την εκύκλωσε και άρχισε να την κτυπά, ενώ πιο πέρα ο γιος της δεμένος πισθάγκωνα σε μια καρέκλα μετεφέρετο από το πλήθος στην έξοδο. Εκεί αφού τον άφησαν, ανέθεσαν σε έναν αλήτη να τον ξυρίσει χωρίς σαπουνάδα. Όταν τον εξύρισαν, τον μετέφεραν στο καμπαναριό από κάτω και του ‘καναν περιτομή. Ύστερα τον άφησαν εξαντλημένο και αιμορραγούντα.”
Ένας άλλος Κωνσταντινουπολίτης αναφέρει:
«Βρισκόμασταν μόνοι στο σπίτι μόλις άρχισαν τα φοβερά γεγονότα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ξαφνικά ακούσαμε ασυνήθιστο θόρυβο, ιδιαίτερα δυνατό. Φοβηθήκαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Ο θόρυβος δυνάμωνε συνεχώς και ο φόβος μας γινόταν εντονότερος. Στην κεντρική είσοδο είχα βάλει μια μεγάλη μπάρα, ενώ είχαμε κλείσει τα παράθυρα. Στο διπλανό σπίτι είχαν ήδη αρχίσει τη λεηλασία. Ακούσαμε φωνές να ζητάνε βοήθεια. Τελικά, μπήκαν από την πόρτα του κήπου. Την είχαν σπάσει με κασμάδες. Μόλις με είδαν, ρώτησαν με δυνατή φωνή και απειλητικό ύφος: «Τούρκοι είσαστε εσείς;» Όλοι απαντήσαμε: «Είμαστε Ρωμιοί μέχρι τα κεραμίδια». Τον ένα όροφο του σπιτιού τον λεηλάτησαν. Δεν άφησαν τίποτε στο πέρασμά τους. Έσπειραν τον πανικό και την καταστροφή. Έφυγα με τη γυναίκα μου για να γλιτώσουμε. Είχε πάθει σοκ και έκλαιγε ασταμάτητα. Στο δρόμο επικρατούσε πανικός, οι εκκλησίες είχαν λεηλατηθεί, τα σπίτια και τα καταστήματα είχαν γίνει κάρβουνο…».(Σωτήρης Μισαηλίδης)
Ο Σταύρος Γιουσουφίδης μέσα απ’ το Γηροκομείο του Ελληνικού Νοσοκομείου του Μπαλουκλί, αφηγείται: “Μέναμε στο Αϊβάνσαραϊ. Εργαζόμουν σε ένα κατάστημα χονδρικής στο Εμίνονου. Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου ακούσαμε ένα μεγάλο θόρυβο. Μία πολυπληθής ομάδα φώναζε συνθήματα. Οι πρώτες καταστροφές άρχισαν από την εκκλησία στο Εντιρνέκαπι. Έρχονταν χτυπώντας και σπάζοντας. Όταν έφτασαν στο σπίτι μας, μας προφύλαξε ο παιδικός μου φίλος Ισμαήλ Τσαβούς. Στη συνέχεια πήγε στη πίσω γειτονιά να προστατέψει τον αδελφό του που ζούσε με μια Ρωμιά. Όταν έφυγε μία ομάδα κατέστρεψε το μπροστινό μέρος του σπιτιού μας. Η γειτονιά μας καταστράφηκε. Παρά το γεγονός ότι κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συνέχισαν να καταστρέφουν. Αποχώρησαν με το πρωινό εζάνι…”
πηγη : stoxos.gr